- στήριγγα
- η / στῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ννεοελλ.ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. πουντέλιβ) καθένας από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που είναι τοποθετημένοι κατά τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα ιστία και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε λειτουργία, κν. φουρκάς ή φουρκάδααρχ.1. στήριγμα, υποστήριγμα, αντηρίδα («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱταῡτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῡ σώματος», Ξεν.)2. η παρακερκίς*3. διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για την υποστήριξη τού ρυμού τής άμαξας, όταν δεν είναι ζευγμένα τα υποζύγια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. στηρίζω, κατά τα σάλπιγξ, στρόφιγξ (βλ. και λ. στηρίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.